- τμητήρ
- -ῆρος, ὁ, ΜΑ1. αυτός που κόβει ή σχίζει2. ως επίθ. καταστρεπτικός («τμητὴρ σίδηρος», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- τού τέμνω* (βλ. λ. τμή-γω) + επίθημα -τήρ* (πρβλ. κλη-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τμητῆρα — τμητήρ one who cuts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητῆρι — τμητήρ one who cuts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek